- χαρακτικός
- η , ό[ν] гравировальный, гравёрный;
χαρακτικά εργαλεία — гравировальные инструменты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρακτικά εργαλεία — гравировальные инструменты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική α) η τέχνη τού χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή… … Dictionary of Greek
χαρακτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαράχτη ή στη χάραξη: Έχει πολλά χαρακτικά εργαλεία. 2. το θηλ. ως ουσ., χαρακτική η τέχνη του χαράχτη: Είναι ειδικός στη χαρακτική. 3. το ουδ. ως ουσ., χαρακτικό ένα έργο κάποιου χαράκτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοχαρακτικός — ή, ό, Ν (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) η φωτοχαρακτική (γραφ. τεχν.) περιληπτική ονομασία μεθόδων παραγωγής εκτυπωτικών πλακών με φωτογραφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χαρακτικός. Το επίθ. φωτοχαρακτικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της … Dictionary of Greek